χειρολάβος

χειρολάβος
ο мед. перевязь;

σε χειρολάβο — на перевязи


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "χειρολάβος" в других словарях:

  • χειρολάβος — ο, ΝΑ επίδεσμος από τον οποίο στηρίζεται τραυματισμένο χέρι, κν. κούνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + λάβος (< θ. λαβ τού λαμβάνω, πρβλ. αόρ. β ἔ λαβ ον), πρβλ. ἐργο λάβος] …   Dictionary of Greek

  • ανάλημμα — το (Α ἀνάλημμα) τείχος που οικοδομείται για να συγκρατήσει από κατολίσθηση το υλικό ισοπέδου επιχωματώσεως σε επικλινές έδαφος, αντέρεισμα, πεζούλα αρχ. 1. οτιδήποτε χρησιμοποιείται ως υποστήριγμα 2. ιατρ. χειρολάβος, η ταινία που περνιέται στον… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»